- καρναβάδιον
- καρναβάδιονcarawayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρναβαδίου — καρναβάδιον caraway neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρναβάδιν — και καρναβάδιον, τὸ (Μ) είδος κύμινου ή δυόσμου … Dictionary of Greek